ΟΙ ΣΥΝΙΣΤΩΣΕΣ ΤΟΥ ΑΕΠ ΚΑΙ Η ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Όπως είναι γνωστό το ΑΕΠ μιας χώρας (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) είναι ο βασικότερος
δείκτης ευημερίας σε μια χώρα. Οι εξίσωση του ΑΕΠ είναι η εξής: ΑΕΠ = C + I + G + NX.
Ο παράγοντας C αφορά την ιδιωτική κατανάλωση σε διαρκή αγαθά (π.χ. αυτοκίνητα,
ηλεκτρικές συσκευές) και σε μη διαρκή αγαθά (π.χ. τρόφιμα). Η ελληνική ιδιωτική
κατανάλωση αντιπροσώπευε το 69,5% του ονομαστικού ΑΕΠ της το Μάρτιο του 2021, σε
σύγκριση με αναλογία 71,1% το προηγούμενο τρίμηνο (www.ceicdata.com) Γενικά, έχει μια
πτωτική τάση από τις αρχές του 2020 (Ιανουάριος 2020 – 72,55%, Απρίλιος 2020 – 72,57%,
Ιούλιος 2020 – 72,42% , Οκτώβριος 2020 – 70,96% , Ιανουάριος 2021 – 71,12%). Αφενός
παρατηρούμε ότι η ιδιωτική κατανάλωση συμβάλει κάθε έτος στην Ελλάδα πάνω από τα
δύο τρίτα του ΑΕΠ της χώρας, αφετέρου, το πρώτο τρίμηνο είχε πτωτική τάση. Ωστόσο, αν
λάβουμε υπόψιν τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος τον Δεκέμβριο του 2020 οι
καταθέσεις των φορολογουμένων στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα, επανήλθαν σε επίπεδα
του 2014 (163.200 δις – Δεκέμβριος 2020 , 163.062 δις – Ιούνιο 2014). Ενδεικτικές
ενδιάμεσες τιμές (122.743 δις – Ιούνιος 2016 , 129.934 δις – Ιούνιος 2018, 136.933 δις –
Ιούνιος 2019) (www.bankofgreece.gr). Αυτή η αύξηση των καταθέσεων αφενός πρέπει να
προήλθε ότι πολλοί φορολογούμενοι άφησαν τα σεντούκια και τα στρώματα και
επέστρεψαν τα χρήματα στις τράπεζες και αφετέρου ο πακτωλός χρημάτων (άνω των 28 δις
ευρώ) που έχει ρίξει η κυβέρνηση με τη μορφή επιστρεπτέων προκαταβολών,
αποζημιώσεων ειδικού σκοπού κ.α.), οδήγησαν στην αύξηση των καταθέσεων. Με τη σειρά
της αυτή η αύξηση των καταθέσεων, θα οδηγήσει νομοτελειακά σε αύξηση της ιδιωτικής
κατανάλωσης. Επίσης, το γεγονός ότι πλέον έχει ανοίξει η αγορά και λειτουργεί κανονικά,
με την έξοδο από το τούνελ του covid να φαίνεται πλέον ορατό, είναι επίσης άκρως
ενθαρρυντικό στοιχείο για την αύξηση της κατανάλωσης. Μένει να μάθουμε σε τι ποσό και
ποσοστό. Άρα, σχετικά με την ιδιωτική κατανάλωση είμαστε σχετικά αισιόδοξοι.
Ο παράγοντας I αφορά τις επενδύσεις που γίνονται στη χώρα. Πιο συγκεκριμένα, είναι η
αγορά αγαθών που θα χρησιμοποιηθούν στο μέλλον προκειμένου να παραχθούν
περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες. Είναι το σύνολο των αγορών κεφαλαιουχικού
εξοπλισμού, αποθεμάτων και κτιρίων. Η επένδυση σε κτίρια περιλαμβάνει τις δαπάνες για
αγορά νέας κατοικίας (www.wikipedia.gr). Οι επενδύσεις στην Ελλάδα αντιστοιχούσε στο
19,8% του ονομαστικού ΑΕΠ της το Μάρτιο του 2021, σε σύγκριση με αναλογία 11,8% το
προηγούμενο τρίμηνο (www.ceicdata.com). Όπως εύκολα συμπεραίνει κανείς, οι
επενδύσεις είναι λιγότερο σημαντικές για το ΑΕΠ της χώρας σε σχέση με την ιδιωτική
κατανάλωση, αλλά ωστόσο έχουν βαρύνουσα σημασία λόγω της δημιουργίας νέων θέσεων
εργασίας. Οι επενδύσεις από το 2019 κινούνται σε χαμηλά επίπεδα (11,29% – Ιούλιος 2019,
13,85% – Ιανουάριος 2020, 17,80% – Απρίλιος 2020, 12,23% – Οκτώβριος 2020, 11,80% –
Ιανουάριος 2021). Εδώ θα εκφράσουμε τη γνώμη πως λόγω του πλήθος των προγραμμάτων
ΕΣΠΑ και των λοιπών Αναπτυξιακών Καθεστώτων (Αναπτυξιακός Νόμος, Leader), σε
συνδυασμό με την αλλαγή της ψυχολογίας του κόσμου λόγω του ανοίγματος της αγοράς,
θα οδηγήσει ενδεχομένως και σε περαιτέρω αύξηση των επενδύσεων στην χώρα. Επομένως
και σχετικά με τις επενδύσεις, είμαστε σχετικά αισιόδοξη.
Ο παράγοντας G αφορά τις δημόσιες δαπάνες και πιο συγκεκριμένα , είναι οι δαπάνες για
την αγορά αγαθών και υπηρεσιών τις οποίες πραγματοποιούν η τοπική αυτοδιοίκηση, και η
εθνική κυβέρνηση. Περιλαμβάνουν τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων και τα έξοδα
για τα δημόσια έργα (www.wikιpedia.gr). Οι δημόσιες δαπάνες αντιπροσώπευαν το 22,0%
του ονομαστικού ΑΕΠ του το Μάρτιο του 2021, σε σύγκριση με μερίδιο 24,5% το
προηγούμενο τρίμηνο. Γενικά οι δημόσιες δαπάνες στην Ελλάδα εμφανίζουν μια αυξητική
τάση τα τελευταία δύο χρόνια (17,61% – Οκτώβριος 2019, 20,90 % – Απρίλιος 2020, 24,45%
- Ιανουάριος 2021 ( www.ceicdata.com ). Δεν μπορούμε να εξάγουμε ασφαλές συμπέρασμα
για την μελλοντική πορεία των δημοσίων δαπανών στην Ελλάδα, αλλά μάλλον αναμένουμε
πως θα παραμείνουν σταθερές και ίσως οριακά αυξανόμενες τα επόμενα τρίμηνα.
Τέλος, ο παράγοντας NX (Net Exports) αναφέρεται στις καθαρές εξαγωγές μιας χώρας. Πιο
συγκεκριμένα, είναι η δαπάνη για την αγορά αγαθών και υπηρεσιών που εξάγονται μείον
την αξία των αγαθών και υπηρεσιών που εισάγονται. (www.wikipedia.gr). Οι συνολικές
εξαγωγές στην Ελλάδα σημείωσαν 4,0 δισεκατομμύρια δολάρια το Μάρτιο του 2021, σε
σύγκριση με 3,5 δισεκατομμύρια δολάρια τον προηγούμενο μήνα. Τα δεδομένα των
συνολικών εξαγωγών Ελλάδας ενημερώνονται μηνιαία, διαθέσιμα από τον Ιανουάριο του
2002 έως τον Μάρτιο του 2021, με μέση τιμή 2,4 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ.
(www.ceicdata.com). Δεδομένο, ότι στην ουσία για την Ελλάδα επί του παρόντος, οι
καθαρές εξαγωγές είναι αρνητικές, και ο παράγοντας αυτός επιδρά αρνητικά στην
οικονομική ανάπτυξη της χώρας, θα αναφέρουμε ότι αυτό είναι ένα γενικά διαχρονικό και
δομικό πρόβλημα της Ελληνικής οικονομίας. Πρέπει να δωθούν περισσότερα κίνητρα για
τους εξαγωγείς, να λειτουργήσουν καλύτερα οι εξαγωγικές ασφαλίσεις πιστώσεων και να
εκπαιδευτούν στελέχη στα Πανεπιστήμια ως στελέχη εξειδικευμένα στις εξαγωγές.
Εν κατακλείδι, δεδομένου ότι η ιδιωτική κατανάλωση που αποτελεί περίπου το 70% του
ΑΕΠ και οι επενδύσεις 20% (το υπόλοιπο είναι οι δημόσιες δαπάνες μείον το αρνητικό
εμπορικό ισοζύγιο), οδηγούμαστε σε ένα σχετικά ασφαλές συμπέρασμα ότι θα
ακολουθήσει οικονομική ανάπτυξη στη χώρα, αφού τόσο η ιδιωτική κατανάλωση όσο και οι
επενδύσεις αναμένεται να κινηθούν αυξητικά τα επόμενα τρίμηνα.
Άρθρογράφος: Σωτήριος Γ. Κουκουλάκης – Οικονομολόγος Msc – Λογιστής Α Τάξης –
Ασφαλιστής.