“ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΤΩΝ ΔΙΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΣΥΝΟΜΙΛΙΩΝ ΔΕΝ ΠΡΟΔΙΑΘΕΤΕΙ ΓΙΑ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΤΟΥΣ!” γράφει ο Δρ. Βενιαμίν Καρακωστάνογλου!
Θεωρητικά η διεθνής διπλωματία λειτουργεί για την ειρηνική επίλυση των διεθνών διαφορών, με στόχο την αποφυγή της χρήσης ή της απειλής χρήσης βίας στις διακρατικές σχέσεις και βέβαια με την εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου και την εμπέδωση της συμμόρφωσης των κρατών της Διεθνούς Κοινότητας προς αυτό. Άρα, η διπλωματία, με βάση τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ και το συνακόλουθο Καταστατικό του Διεθνούς Δικαστηρίου Δικαιοσύνης (Χάγη), δεν είναι αυτοσκοπός αλλά μέσο για την ειρηνική εξεύρεση λύσεων των διεθνών διαφορών.
Δυστυχώς, συχνά η διπλωματία και οι διαπραγματεύσεις μετατρέπονται σε τρόπο εύκολης παράκαμψης και απλής διαχείρισης τέτοιων ζητημάτων, με την προσδοκία ότι η πάροδος του χρόνου (συχνά δεκαετίες, όπως π.χ. στο Κυπριακό, Παλαιστινιακό, κ.λπ.) θα οδηγήσει σε εξελίξεις που θα επιτρέψουν άμβλυνση των προβλημάτων, αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων των αντιμαχόμενων μερών, ή ενδεχόμενη κόπωση ενός εξ αυτών. Τότε θα διευκολυνθούν λύσεις, που όμως το πιθανότερο είναι να αποκλίνουν από την εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου και να αδικούν, συνήθως, τον ασθενέστερο.
Οι ισχυρότερες δυνάμεις της διεθνούς κοινότητας, λοιπόν, ενδιαφέρονται πρωτίστως για την προαγωγή των δικών τους στρατηγικών, πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων και «στρογγυλεύουν» τις λύσεις των διακρατικών διαφορών προς την κατεύθυνση εξυπηρέτησης των δικών τους άμεσων ή έμμεσων συμφερόντων. Έτσι όμως, ούτε η διεθνής νομιμότητα υπηρετείται ούτε δίδονται ισότιμες λύσεις σε παρόμοια ζητήματα!
Αγεφύρωτη διαφορά θέσεων
Πιο συγκεκριμένα, τα θέματα των θαλάσσιων ζωνών μεταξύ Ελλάδος-Τουρκίας συζητήθηκαν είτε σε άμεσες διαπραγματεύσεις (1976-1981), είτε σε επίπεδο κορυφής (1975, 1987-1988, 1999, 2017), είτε σε επίπεδο «διερευνητικών» συνομιλιών (2002-2016), αλλά και σε πολλές άλλες περιπτώσεις σε διεθνείς διπλωματικές συναντήσεις. Ωστόσο, δεν υπήρξε πρόοδος «χειροπιαστή», ώστε να ανακοινωθεί σύγκλιση σε ορισμένους έστω τομείς.
Αντίθετα, πιστοποιήθηκε η αγεφύρωτη διαφορά θέσεων και ερμηνείας του Δικαίου της Θάλασσας: Από τη μία η Τουρκία αρνείται τις Θαλάσσιες Ζώνες των νησιών – πλην των 6 ναυτικών μιλίων της Αιγιαλίτιδας Ζώνης. Από την άλλη, η Ελλάδα επιμένει στο γράμμα και πνεύμα της Σύμβασης του 1982, δηλαδή το άρθρο 121 για το καθεστώς των νησιών, αλλά και του εθιμικού Διεθνούς Δικαίου, για τη μέση γραμμή/ίση απόσταση, τον επικουρικό (infra legem) χαρακτήρα της ευθυδικίας (επιείκεια-δίκαιο αποτέλεσμα). Όταν δε οι διαπραγματεύσεις ή συνομιλίες δεν μπορούν να παραγάγουν αποτέλεσμα κοινά αποδεκτό, η Ελλάδα επιμένει στη δικαστική επίλυση, με νομικά και όχι πολιτικά κριτήρια, των σχετικών ζητημάτων.
Στην τελευταία μακρότατη φάση (14 χρόνια) των διερευνητικών συνομιλιών (2002-2016, με 60 γύρους συναντήσεων), συζητούντο άτυπα και μη δεσμευτικά, με απόρρητο περιεχόμενο, τα θέματα θαλασσίων οριοθετήσεων μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας.
Κατά την αντίληψη της ελληνικής πλευράς, επρόκειτο για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, ενώ, κατά πληροφορίες, η Τουρκία επεδίωκε, ως συνήθως, να διευρύνει τα συζητούμενα θέματα, προσθέτοντας τη μη επέκταση της ελληνικής Αιγιαλίτιδας Ζώνης πέραν των 6 ναυτικών μιλίων. Βέβαια, η Τουρκία την ίδια στιγμή έχει 12 ναυτικά μίλια Αιγιαλίτιδας στον Εύξεινο Πόντο και στα νότια Μεσογειακά παράλιά της, ήδη από το 1964.
Πιθανότητα δε να έθετε «από το παράθυρο» και τις νέες (από το 1996 και μετά) διεκδικήσεις της για «γκρίζες ζώνες». Μιλάμε δηλαδή για έναν απροσδιόριστο αριθμό νήσων, νησίδων και βράχων (από 21 έως 152 τουλάχιστον), που δήθεν «κακώς» η Ελλάδα κατέχει από την περίοδο της Συνθήκης της Λωζάννης (1923), των Παρισίων (1947), ή και των Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913). Δηλαδή, αυτό, αν συνέβαινε, θα σήμαινε ευθεία αμφισβήτηση της ισχύος της Συνθήκης της Λωζάννης, όπως και της αντίστοιχης των Παρισίων (1947) για τα Δωδεκάνησα.
Το 2016, με ευθύνη της Τουρκίας, διεκόπησαν οι διερευνητικές συνομιλίες, οι οποίες με συντονισμένη ευρωπαϊκή και αμερικανική πίεση θα επαναληφθούν στις προσεχείς ημέρες (25.01.2021), θεωρούμενες «πανάκεια» για την αποκλιμάκωση της πρόσφατης ελληνοτουρκικής κρίσης. Ας σκεφθούμε ορθολογικά όμως τα εξής: Αν υπήρχε περίπτωση σύγκλισης, έστω και μερικής, τότε πέντε διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις (Σημίτη, Καραμανλή, Γ. Παπανδρέου, Σαμαρά, Τσίπρα), στα 14 χρόνια που διήρκεσαν (με 60 γύρους) οι διερευνητικές, θα είχαν προχωρήσει σε κάποιες αποφάσεις!
Αν δεν υπήρχε πολιτική βούληση για κάτι τέτοιο, αυτό σήμαινε ότι υπήρχαν σοβαρές αποκλίσεις θέσεων και αντιλήψεων περί του Διεθνούς Δικαίου ή της ερμηνείας του και σοβαροί κίνδυνοι και εκπτώσεις για τα εθνικά μας συμφέροντα. Ή ότι η μία πλευρά –προφανώς η τουρκική– επιθυμούσε έξω-δικαιϊκές λύσεις και αυτό προσέκρουε στα συμφέροντα της άλλης πλευράς (ελληνικής) που επέμενε στην εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου!
Το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης
Το κομβικό θέμα ήταν προφανώς το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης των νησιών του Αιγαίου (ιδίως του Ανατολικού) αλλά και το δικαίωμά τους σε πλήρη ή μερική υφαλοκρηπίδα (και μελλοντικά ΑΟΖ). Και αυτό γιατί, τόσο η υφαλοκρηπίδα όσο και η ΑΟΖ, αρχίζουν να μετρώνται μετά το τέλος της αιγιαλίτιδας ζώνης, η οποία είναι ισχυρότερη από αυτές σε εξουσίες υπέρ του παράκτιου κράτους (Ελλάδος εν προκειμένω), και θα χανόταν πιθανώς για την Ελλάδα, αν η χώρα μας δεν την επέκτεινε στα 12 ν.μ. (ή ίσως άλλο όριο σε τοπικό επίπεδο), πριν οριοθετήσει την υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ με την Τουρκία.
Επ’ αυτού όμως, η όλη συζήτηση δεν χρειάζεται 14 χρόνια για να διεξαχθεί και να καταλήξει ή να αποτύχει. Έτσι απλά! Εκτός και αν η διαιώνιση των συνομιλιών απέβλεπε στην αλλαγή της ισορροπίας δυνάμεων και δυναμικού μεταξύ των δύο χωρών, ώστε η ασθενέστερη αλλά νομικά ισχυρότερη –Ελλάδα– να εξαναγκασθεί σε υποχώρηση!
Το κομβικό σημείο εν προκειμένω είναι ποιος επιδιώκει και ποιον ευνοεί η χρονίζουσα «διερεύνηση», ουσιαστικά άτυπη διαπραγμάτευση, και ποιες οι συνέπειες από τη μη επίλυση του ζητήματος των θαλασσίων οριοθετήσεων για κάθε πλευρά. Η απάντηση δεν είναι δύσκολη: το «πάγωμα» των δικαιωμάτων και της άσκησής τους βλάπτει αυτόν που έχει, λόγω δικαίου και γεωγραφίας, τα σαφώς περισσότερα δικαιώματα. Δηλαδή, την Ελλάδα.
Όταν μάλιστα η χώρα μας, επί 38 χρόνια, τουλάχιστον, απέφυγε να καθιερώσει και να εφαρμόσει όλες τις ζώνες που της χορηγεί το νέο Δίκαιο της Θάλασσας, πλην της ισχνής Αιγιαλίτιδας Ζώνης των 6 ναυτικών μιλίων (από το 1936). Αποδέχθηκε λοιπόν, σιωπηρά, τις απειλές, τις μονομερείς διεκδικήσεις και το casus belli της Τουρκίας! Παρά τις προοπτικές που άφηνε για το μέλλον ο ελληνικός κυρωτικός Νόμος της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας (1995).
Έδωσε έτσι στη γείτονα Τουρκία την πρωτοβουλία των κινήσεων, την οποία αξιοποίησε η τελευταία, ήδη από το 1964, θεσπίζοντας Αιγιαλίτιδα 12ν.μ. στον Εύξεινο Πόντο και στις Νότιες Μεσογειακές Ακτές της και το 1986 τουρκική ΑΟΖ στον Εύξεινο Πόντο, και με πληθώρα άλλων θαλάσσιων ρυθμίσεων, με πιο πρόσφατη τη φαρσοκωμωδία (επικίνδυνη βέβαια) του Τουρκολιβυκού «Συμφώνου» (2019), αλλά και την προπαγανδιστική και αναθεωρητική θεωρία της Γαλάζιας Πατρίδας (Μavi Vatan)!